αλλούθε

αλλούθε
επίρρ.
1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο
2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλούθε — επίρρ. τοπικό 1. για την προς κάποιο τόπο κίνηση: Τράβα αλλούθε. 2. για την από κάποιο τόπο κίνηση, οπότε συνοδεύεται και με την πρόθεση από: Το κακό μας ήρθε απ αλλούθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”